Στο κουκλοθέατρο άριμα αντιμετωπίζουμε παρόμοιες δυσκολίες με εκείνες που έχουν καλλιτέχνες από όλα τα είδη της Τέχνης. Η εργασιακή, όμως, ανασφάλεια είναι μόνο ένα μικρό μέρος της αβεβαιότητας και της ρευστότητας που επικρατεί στην εποχή μας. Ταυτόχρονα είναι σαφής, ένας βαθύς υπαρξιακός μας προβληματισμός
– Η νοηματοδότηση της ταυτότητας μας μέσα από την αναζήτηση της μοναδικότητας μας.-
Το όραμα του ποιητή Γ. Σαραντάρη για τον άνθρωπο είναι ο πνευματικός άνθρωπος, όχι με την έννοια της ευρυμάθειας αλλά με μια μεταφυσική διάσταση. Είναι ένας άνθρωπος πλήρης εσωτερικά, ένα όντως πρόσωπο και όχι προσωπείο. Ο άνθρωπος του Σαραντάρη δεν είναι εκείνος που καταξιώνεται και αυτοεπιβεβαιώνεται μέσω της κατανάλωσης και της χρησιμοθηρίας, Ούτε είναι ο ηδονιστής που κυνηγά εμπειρίες απόλαυσης, συσσώρευσης πλούτου ή απόκτησης φήμης και δόξας. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι δουλεύουμε πάνω στην ποίηση του Γ. Σαραντάρη .
Για τον Σαραντάρη ο άνθρωπος αγαπά τη ζωή σαν ένα χαρούμενο ευτυχισμένο παιδί. Δεν νιώθει τη θλίψη της φθοράς του χρόνου γιατί πιστεύει στην αιωνιότητα. Διψά να επικοινωνήσει με ολόκληρο το σύμπαν και πιστεύει βαθιά ότι έχει ένα χρέος να επιτελέσει και αυτό το χρέος δίνει το νόημα αλλά και την ευθύνη στη ζωή του.
Γράφει ο Σαραντάρης σε ένα χειρόγραφο του:
«Όταν μετανιώνουν οι άνθρωποι, θα είναι αργά;
Όχι, δεν θα είναι αργά, για να φορέσουμε την αλήθεια, και να ζήσουμε ξανά αρχίζοντας από την παιδική ηλικία.
Αρκεί να μην έχουμε καταστρέψει ολότελα την παιδική ηλικία …
Αν συμβεί κάτι τέτοιο… δεν χωράει ντροπή. Θα παρακαλέσουμε τα παιδιά να μας οδηγήσουν απ’ το χέρι. Σωτηρία υπάρχει πάντοτε.»
Στην εποχή μας, καταλήξαμε φοβικοί και ανίκανοι να εμπιστευόμαστε, να δεσμευόμαστε υπεύθυνα και να αγαπάμε. Οι σχέσεις και η οικογένεια έχουν πάψει να έχουν συνεκτικό ρόλο στη λειτουργία της κοινωνίας. Η διαπροσωπική συνεύρεση αυτονομήθηκε, έγινε μια εμπειρία σωματική, εύκολης κατανάλωσης, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς διάρκεια, χωρίς επαφή, με εξαρχής χαλαρούς δεσμούς, ώστε να λύνονται εύκολα και ανώδυνα. Η αβεβαιότητα και το συναίσθημα του φόβου, του «κοινωνικού φόβου», αποτελεί το ανυπεράσπιστο κομμάτι της υπαρξιακής μας άγνοιας και κορυφώνεται όταν ο φόβος παραμένει ασαφής και διάχυτος.
Άλλη μια πρόκληση, προέρχεται από την τεχνολογική πρόοδο, η οποία δίνει τη ψευδαίσθηση δύναμης . Είναι τέτοια η έκταση του φαινομένου, που πάρα τις «συνόδους» των «ανεπτυγμένων χωρών», η προστασία της φύσης φαίνεται ανέφικτη. Η αδιαφορία για το περιβάλλον και η οικολογική κρίση είναι κρίση πολιτισμού. Η κυριαρχία των σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων συνέτειναν στη δυσκολία του ανθρώπου να κατανοεί και να κρίνει τις εμπειρίες του και έτσι να περιορίζεται μόνο στο συναισθηματικό και αισθητικό εντυπωσιασμό, χωρίς βιωματική πρόσληψη του κόσμου. Τα κέντρα εκπομπής της πληροφορίας νοηματοδοτούν τα μηνύματα και «ο χρήστης», «ο ακροατής» γίνεται ο παθητικός δέκτης, ο οποίος παραδίδεται απροστάτευτος σε μια χειμαρρώδη ροή εικόνων, εντυπώσεων και πληροφοριών, που δεν έχει τον χρόνο να την επεξεργαστεί νοητικά. Σε αυτό το περιβάλλον, υπάρχει αδυναμία συγκρότησης της ιδιαίτερης ταυτότητας του ανθρώπου, που αλλοιώνεται από το πνεύμα της μαζοποίησης. Ο κατακερματισμένος ανώνυμος εαυτός είναι υποταγμένος σε μία απρόσωπη συλλογικότητα, χωρίς τίποτα το ανθρώπινο.
Στο ποίημα «Η εξαίσια ζωή όσων ανθρώπων παλεύουν» ο Σαραντάρης γράφει:
«Η εξαίσια ζωή όσων ανθρώπων παλεύουν
Είναι φωνή που δεν σου τη χαρίζω
Κόσμος ολάκερος να πει το ναι
Να με βιάζει ν’ αλλάξω γνώμη
Είμαι κι εγώ σαν εκείνους
Που δεν χαλάν το κέφι τους
Όταν από γκρεμνό κοιτάζουν το θέαμα
Αλαργινό που δεν το ξέρουν τα όνειρα»
Να ονειρεύεσαι σημαίνει να αποδίδεις στη ζωή τη διστακτικότητα της σκιάς και του φωτός, από τα οποία γεννιέται και αναπτύσσεται. Είναι ευχάριστο να σκέπτεσαι το όνειρο ως συγκεχυμένη συγκέντρωση φαντασιακών εικόνων. Είναι, όμως, ακόμη πιο γλυκό να το φαντάζεσαι συναφές με μια ανώτερη έννοια των πραγμάτων.
«Δεν το μαντεύει ο δρόμος της δικής τους μέρας
Πάλι θα έρθω σαν τα σκουλήκια
Σε τούτο το χωράφι που λέγεται γη
Να πω ένα παραμύθι
Να πω τα παραμύθια
Που δεν φτάνει ο άνεμος να πει.»