Αποσπάσματα από το κείμενο «η τεμπελιά, πραγματική αλήθεια τού ανθρώπου» τού Καζιμίρ Μαλέβιτς :
…η δουλειά πρέπει να θεωρείται καταραμένη, όπως διδάσκουν οι θρύλοι για τόν Παράδεισο, ενώ η τεμπελιά πρέπει ν’ αποτελεί τόν ουσιώδη στόχο τού ανθρώπου. Μα συμβαίνει τό εκ διαμέτρου αντίθετο. Αυτήν ακριβώς τήν αντιστροφή θέσεων θα ήθελα να εξηγήσω…
…θαρρώ πως ο άνθρωπος έχει κάνει κάτι παράξενο με τίς αλήθειες· τίς έχει αντιμετωπίσει όπως ο μάγειρας, που έχει στη διάθεσή του πολλά δοχεία με διαφορετικά τρόφιμα μέσα. Βέβαια, τό κάθε δοχείο είχε αρχικά τό καπάκι του με μία ταμπέλα, αλλά ο μάγειρας, από αφηρημάδα, έκλεισε τά κουτιά μπερδεύοντας τά καπάκια και τώρα είναι αδύνατον να μαντέψει τί έχει μέσα τό κάθε δοχείο. Τό ίδιο ακριβώς έχει γίνει και με τίς αλήθειες : πολλά ρητά, πολλές αλήθειες έχουν ένα καπάκι με μια ταμπέλα και όλοι νομίζουν ότι καταλαβαίνουν θαυμάσια τί υπάρχει κάτω από τό καπάκι. Τό ένα καπάκι γράφει επάνω : «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Σκεπάσανε μ’ αυτό στα κουτουρού μια κατσαρόλα και πιστεύουν, μέχρι σήμερα, ότι μέσα έχει ατιμία και κακία…
…στο φιλόπονο κοινοκτημονικό σύστημα, όλοι στέκουν αντιμέτωποι με τόν θάνατο, όλοι έχουν μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό : να βρουν μια σανίδα σωτηρίας στην εργασία, στην παραγωγική εργασία, αλλιώς η τιμωρία τους θα είναι να πεθάνουν τής πείνας. Ένα τέτοιο σοσιαλιστικό εργασιακό σύστημα αποσκοπεί, ασύνειδα βέβαια, να ζέψει στη δουλειά ολόκληρη τήν ανθρωπότητα προκειμένου ν’ αυξήσει τήν παραγωγή, να εγγυηθεί τήν ασφάλεια, να ενδυναμώσει τήν ανθρωπότητα και να επιβεβαιώσει τό «Είναι» της με τήν παραγωγική της ικανότητα. Ασφαλώς, τό σύστημα αυτό, που δεν νοιάζεται για τό άτομο αλλά για ολόκληρη τήν ανθρωπότητα, είναι αναμφισβήτητα δίκαιο. Τό ίδιο, όμως, είναι και τό κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Προσφέρει τό ίδιο δικαίωμα στην δουλειά, τήν ίδιαν ελευθερία τής δουλειάς, τής συσσώρευσης χρήματος στις τράπεζες ως εγγύηση τής «τεμπελιάς» στο μέλλον και, κατά συνέπεια, προϋποθέτει ότι ίσα ίσα τό χρήμα είναι τό μαγικό σύμβολο, επειδή θα φέρει τήν ευδαιμονία τής τεμπελιάς, που στην πραγματικότητα όλοι τήν ονειρεύονται.
Πράγματι, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος ύπαρξης τού χρήματος. Τό χρήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κομματάκι τεμπελιάς. Όσο περισσότερο χρήμα θα έχεις, τόσο περισσότερο θα χαρείς τήν ευδαιμονία τής τεμπελιάς…
…τό κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει διαμορφώσει, με όλα τά καλά ή κακά μέσα, μια κοινωνική τάξη κεφαλαιοκρατών που έχει εξασφαλίσει τήν ευδαιμονία της μέσα στην τεμπελιά. Αλλά καθώς αυτό που εξασφαλίζει τήν τεμπελιά είναι η εργασία, τό κεφαλαιοκρατικό σχέδιο οργάνωσης τής εργασίας έχει κατασκευάσει τό σύστημά του με τόν ακόλουθο τρόπο, που δεν επιτρέπει σ’ όλους τούς ανθρώπους να έχουν ισοτιμία στην χρήση τής τεμπελιάς : απολαμβάνουν τήν τεμπελιά μόνον όσοι έχουν εξασφαλίσει ένα κεφάλαιο. Έτσι, μια κοινωνική τάξη, η τάξη τών κεφαλαιοκρατών, απελευθερώνεται από τήν εργασία από τήν οποία οφείλει ν’ απελευθερωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα…
…κατασκευάζει κάποιος μια μηχανή. Ο κεφαλαιοκράτης τήν χρησιμοποιεί προς όφελός του· οι κεφαλαιοκράτες κατόρθωσαν να περιορίσουν στο ελάχιστο τούς εργάτες και ν’ αυξήσουν τό κεφάλαιό τους στερώντας από τούς εργάτες τόν χαμηλότερο μισθό, τό χρήμα που θα λάμβαναν σαν τίτλο τεμπελιάς. Πολλοί τέτοιοι τίτλοι έμειναν στα χέρια τού επιχειρηματία. Ο εργάτης υποχρεώθηκε ν’ αρκεστεί στις μέρες τών γιορτών για να κατορθώσει να ξεκουραστεί σωματικά, ενώ οι επιχειρηματίες χαίρονταν απεριόριστα τήν τεμπελιά…
…η σοσιαλιστική ανθρωπότητα θα φορτώσει τούς κάλους και τόν ιδρώτα της στα μπράτσα τών μηχανών και θα εξασφαλίσει στις μηχανές εργασία απεριόριστη, εργασία που δεν θα τούς αφήνει στιγμή ανάπαυσης. Στο μέλλον η μηχανή θα χρειαστεί ν’ απελευθερωθεί και να φορτώσει τή δουλειά της σ’ ένα άλλο πλάσμα, ν’ απαλλαγεί από τό βάρος τής σοσιαλιστικής κοινωνίας και να εξασφαλίσει κι αυτή το δικαίωμα στην «τεμπελιά».
Ώστε όλα τά ζωντανά που υπάρχουν, ρέπουν στην τεμπελιά. Από τήν άλλη μεριά, η τεμπελιά αποτελεί τό κυριότερο κίνητρο για τήν δουλειά, γιατί μόνο με τήν δουλειά μπορεί ο άνθρωπος να κατακτήσει τήν τεμπελιά, αφού είναι προφανές ότι ο άνθρωπος, με την δουλειά, βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο υπό τήν επήρεια μιας κατάρας, ενώ προηγουμένως ζούσε μονίμως σε κατάσταση τεμπελιάς. Ίσως να υπήρξε πράγματι κάποτε μια τέτοια κατάσταση στην ανθρώπινη κοινότητα και ίσως ο θρύλος τού Παραδείσου και τής δημιουργίας τού ανθρώπου και τής εκδίωξις του απ’ τόν Παράδεισο να είναι μια θολή ανάμνηση μιας κατάστασης τού παρελθόντος, εκτός αν πρόκειται για τήν εικόνα μιας μέλλουσας πραγματικότητας, στην οποία θα φτάσει ο άνθρωπος μέσα από την κατάρα τής εργασίας…
…σήμερα, ο άνθρωπος δεν είναι πια μοναχός του : τον συντροφεύει η μηχανή· αύριο, θα μείνει μόνον η μηχανή, ή κάτι άλλο, που θα επέχει θέση μηχανής. Τότε, θα υπάρχει πια μόνο μια και μοναδική ανθρωπότητα, καθισμένη στον θρόνο τής προ εγκαθιδρυμένης της σοφίας, χωρίς αρχηγούς, χωρίς ηγεμόνες και χωρίς δημιουργούς τελειότητας· όλα αυτά θα είναι μέσα της· κι έτσι, θα χειραφετηθεί από την εργασία, θα φτάσει στην ειρήνη, στην αιώνια ανάπαυση τής τεμπελιάς και θα μπει μες στην εικόνα τής Θεότητας. Έτσι δικαιολογείται ο θρύλος τού Θεού ως τελειότητα τής «Τεμπελιάς»…
…τό παράδοξο είναι ότι οι άνθρωποι δεν σπεύδουν με μεγάλες δρασκελιές προς αυτήν τήν υπέρτατη (supreme) ανθρώπινη σκέψη, αλλά εμμένουν στην κατάρα και στην ζέση τους ν’ απομακρύνονται απ’ τήν τεμπελιά, να εμποδίζουν όλες της τίς εκδηλώσεις, να τίς εμποδίζουν, αν χρειαστεί, ακόμα και με την πείνα και τον θάνατο. Τέτοιο είναι τό σύστημα τής πάλης εναντίον τής τεμπελιάς και συγχρόνως το σύστημα αυτό χρησιμοποιεί όλα τά μέσα, που οδηγούν στην τεμπελιά. Βέβαια, η προσπέλαση σε οποιαδήποτε ευδαιμονία οφείλει να περιβάλλεται από πολυάριθμες απαγορεύσεις, που χωρίς αυτές η ευδαιμονία θα μπορούσε να μετατραπεί σε θάνατο, το ίδιο πράγμα δε, συμβαίνει και με τήν τεμπελιά : είναι όνειρο και είναι θάνατος…
…κάθε αλήθεια φέρει μέσα της την εργασία ως μέσον για να κατακτήσουμε τήν τεμπελιά· αυτό δεν το καταλαβαίνουν καθαρά ούτε ο λαός ούτε τό κράτος, γι’ αυτό και κάθε εδραιωμένη αλήθεια επιδιώκει πάντοτε να καταστρέψει τήν καινούριαν αλήθεια. Αυτή, όμως, δύσκολα ξεριζώνεται, γιατί είναι δύσκολο να τσακώσουμε μια σταγόνα νερό μέσα σ’ ολόκληρη τήν θάλασσα. Αν η θάλασσα ολόκληρη ήταν αυτή η καινούρια ιδέα, ή αν ο λαός ανακάλυπτε την αλήθεια μεμιάς, θα ήταν απλό ν’ αποκαλύψει τήν ιδέα αυτήν και να την καταστρέψει. Αλλά αφού μια ιδέα είναι πάντοτε μια σταγόνα νερό, είναι δύσκολο, είναι αδύνατον να τήν τσακώσουμε. Όλη η ιστορία είναι μάρτυρας τού παράξενου αυτού φαινομένου, αλλά, ποιος ξέρει γιατί, οι κυβερνήσεις δεν τό επισημαίνουν ποτέ…
Η μετάφραση είναι τού Βασίλη Τομανά, από τό βιβλίο «η τεμπελιά, πραγματική αλήθεια τού ανθρώπου / σουπρεματισμός (με είκοσι έργα τού ζωγράφου)» © εκδόσεις νησίδες,
Αν κάποιος Ρώσος ενθουσιαζόταν ικανοποιημένα κι αυτάρεσκα με τό κείμενο τού Μαλέβιτς, αυτός πιστεύω ότι θα ήταν σίγουρα ο Ντοστογιέφσκυ
ξέρω ότι θα ’έβρισκε σ’ αυτό τό σχεδόν παραληρηματικό, αλλά και λογικότατο ταυτόχρονα, κείμενο τήν προσωπικότητα κάποιων δικών του επαναστατών, καταραμένων, δαιμονισμένων : όλη τή φιλοδοξία για φιλοσοφία και πάλι φιλοσοφία, τραβηγμένη ως τά άκρα μιας αρχικής ιδέας
όμως πιστεύω ότι ο Μαλέβιτς (που, όπως έμαθα από τό βιβλίο, τή λέξη σουπρεματισμός τήν έφτιαξε από τή μητρική του γλώσσα τα πολωνικά (τό supreme επομένως, που δεν υπάρχει στα ρώσικα, έχει μια ευθαρσώς μεταφυσική χροιά ως αναφερόμενο σε κάτι, αορίστως αλλά και τόσο οριστικά, «υπέρτατο»)) όταν γράφει τό δοκίμιό του, ιδέα δεν έχει πόσο ένα τέτοιο μπλέξιμο ρεαλισμού και μεταφυσικής στο οποίο με τόσο κέφι και καλλιτεχνική άνεση χοροπηδάει, θα τούς κόστιζε (όλων) πολύ ακριβά (ύστερα από τήν επέλαση τής άτεγκτης θεολογίας τού επερχόμενου πατερούλη) συνεπώς, σαφώς και δεν έχει ιδέα τί τόν περιμένει
λίγο αργότερα, στον βωμό τής σοσιαλιστικής εργασίας, που γι’ αυτόν δεν έχει άλλον σκοπό από τήν μεταγενέστερη (γενική) αργία, η «δουλειά» τού καλλιτέχνη θα ξανάμπαινε τελειωτικά στις κατακόμβες απ’ τίς οποίες μόλις είχε βγει στα χρόνια τής προεπαναστατικής κοσμογονίας
από τήν άλλη, ο μαλέβιτς υποστηρίζει ειλικρινά τόν σοσιαλισμό τήν ώρα που ταυτόχρονα εξυμνεί τό «υπέρτατο» και τήν ιδέα ενός περίεργου θεού που ενυπάρχει στον ίδιον και στη τέχνη του.
Δεν είναι λοιπόν η εργασία ένα μέσον μόνο για τήν τεμπελιά (καταπληκτική και η σύλληψη και η επεξεργασία αυτής τής ιδέας) αλλά και η τεμπελιά είναι εντέλει ένα μέσον : απόφαση και απόφανση ενός καλλιτέχνη καταδικασμένου να δουλεύει σκληρά, μόνο, και πάνω απ’ όλα, σαν καλλιτέχνης – στους πιο επικίνδυνους καιρούς για μια τέτοια «δουλειά» όπως αποδείχτηκε.
Σημείωση α : Σίγουρα μπορεί να προκαλέσει διασκεδαστικές συγκρίσεις, σκέψεις, και φιλοσοφίες επί φιλοσοφιών, η αντιπαραβολή τών δύο κειμένων για τήν τεμπελιά : αυτού εδώ και τού άλλου, τού γνωστότερου (και που ο Μαλέβιτς μπορεί λογικότατα να τό είχε υπόψη του) που έγραψε στη φυλακή σχεδόν πενήντα χρόνια πιο πριν, τό 1883, ο γαμπρός τού Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ (και τό οποίο στα ελληνικά έχει εκδοθεί επίσης και από τίς «νησίδες») : και για να μην πάω πολύ μακριά σκέφτομαι μόνο βιαστικά αυτή τή στιγμή τούς τίτλους – ο τίτλος ενός (καλού) βιβλίου για μένα είναι η (μόνη) δυνατή του περίληψη – ο γάλλος λοιπόν τοποθετείται απ’ τήν αρχή (επιθετικά) στον χώρο τής κοινωνίας θεωρώντας τήν τεμπελιά «δικαίωμα» τήν ώρα που ο Ρώσος μπαίνει σ’ ένα σχεδόν ακατανόητο (αλλά εξίσου επικίνδυνο) βάθος μιλώντας για τήν ίδια του τήν «αλήθεια ως ανθρώπου» και – ό,τι διακρίνει εντέλει τόν καλλιτέχνη από τόν παθιασμένο ακτιβιστή – και χαρίζει στη «μελέτη» αυτή περισσότερη ζωή απ’ ό,τι θα ’χε και η πιο παθιασμένη πολιτική μπροσούρα – είναι πιστεύω οι στιγμές που ο καλλιτέχνης ακριβώς ξεχνάει κάθε «λογική» και συμπεριφέρεται στη φιλοσοφία (και τή σκέψη του) ως εάν ήταν ζωγραφικός (του) πίνακας : συμπεριφέρεται δηλαδή στη «ζωή» ως εάν δεν υπήρχε η «πραγματικότητα», και ως εάν κάθε πλάσμα (και πράγμα) έχει εντέλει δικαιωματικά τίς ίδιες ανάγκες και τούς ίδιους πόνους που έχει τό (πλάσμα ή) πράγμα «άνθρωπος» : «στο μέλλον η μηχανή θα χρειαστεί ν’ απελευθερωθεί και να φορτώσει τή δουλειά της σ’ ένα άλλο πλάσμα, ν’ απαλλαγεί από τό βάρος τής σοσιαλιστικής κοινωνίας και να εξασφαλίσει κι αυτή τό δικαίωμα στην «τεμπελιά» : ώστε όλα τά ζωντανά που υπάρχουν, ρέπουν στην τεμπελιά.»
Σημείωση β : ο Γιώργος Κωστάκης, ο «μεγάλος Κωστάκης» όπως είναι έξω κυρίως γνωστός, ο συλλέκτης που με τήν επιμονή του, τό καλλιτεχνικό του αισθητήριο, αλλά και με τή γενναιότητά του, έσωσε τά έργα τής ρώσικης πρωτοπορίας από τήν εξαφάνιση, συλλέγοντας κι αγοράζοντάς τα από τούς ζωγράφους (τήν εποχή που οι ίδιοι όχι μόνο κρύβονταν αλλά και κατάστρεφαν (οι ίδιοι) πολλές φορές τά έργα τους τρομαγμένοι απ’ τό κυνηγητό ή καταπτοημένοι από τή γενική απαξίωση) είχε δώσει κάποιες συνεντεύξεις και στα ελληνικά (όπου μιλούσε και για τόν Μαλέβιτς) αλλά δεν μπόρεσα να βρω καμιά – μάλλον η ελληνική τηλεόραση τίς έσβησε ως μειωμένου ενδιαφέροντος (εν πάση περιπτώσει ας πω εδώ σύντομα τά εξής : τή συλλογή του, κουτσουρεμένη, αγόρασε εντέλει τό ελληνικό κράτος μετά από πλήθος περιπετειώδεις μιζέριες, σήμερα δε βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη – από τήν άλλη, οι ανανήψαντες ρώσοι ανακαλύψαντες εντέλει κι αυτοί τόν εαυτό τους αξίωσαν να κρατήσουν (μεγάλο) αριθμό έργων ως φόρο (τό τμήμα αυτό τής συλλογής βρίσκεται σήμερα στην πινακοθήκη Τρετιακόφ)
κάποια έργα επίσης τής συλλογής βρίσκονται και σε άλλες χώρες που αγόρασαν πριν αγοράσει η Ελλάδα αλεπού ως γνωστόν στα παζάρια (η οποία είχε εκφράσει και τήν ελπίδα κάποτε ότι ο Κωστάκης θα τής τά χάριζε…). Τόν θυμάμαι με τή γυναίκα του όταν είχαν μετακομίσει εδώ, κι είχαν αγοράσει ένα σπιτάκι κάπου προς τόν Υμηττό αν θυμάμαι : κοιτούσαν, στη βεράντα τους γερμένοι, τόν όγκο τού απέναντι βουνού που σαν να τούς πλάκωνε καθώς όλη τους η στάση έδειχνε ανθρώπους που είχαν συνηθίσει κατά κανόνα να κοιτάνε μεγέθη στέπας).
Σημείωση γ : ας σημειώσω τέλος κάτι ακόμα : δεν ξέρω πόσο έχει γίνει συνείδηση, αλλά με τόν σουπρεματισμό του ο μαλέβιτς, και ιδιαίτερα με τό έξοχο «άσπρο πάνω σε άσπρο», προβλέπει και προεξοφλεί από τή μια τό «τέλος» τής πρωτοπορίας κι από τήν άλλη τόν επιπλέον χρόνο που η πρωτοπορία αυτή θα κερδίσει στην αμερική μ’ έναν ζωγράφο τού «αφηρημένου εξπρεσιονισμού» πια ( : τά ονόματα, αν έχουν καμιά σημασία, διαρκώς αλλάζουνε) που πολύ θαυμάζω και ο οποίος δούλεψε για χρόνια πάνω σ’ αυτό τό «τέλος» πριν επεξεργαστεί τό δικό του προσωπικό τέλος και αυτοκτονήσει τό 1970, τόν μάρκ ρόθκο : η απόλυτη «σιωπή» τής βαθειά επεξεργασμένης «μονοχρωμίας» αυτού τού (άλλου) ρώσου που έζησε και πέθανε αλλού, φέρνει στ’ αυτιά μας μια περιπετειώδη σιωπή τής σύγχρονης τέχνης πάντως που τήν ακούμε ακόμα.