Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο όχι μακριά από δω ζούσε ένας κουκλοπαίκτης.
Είχε φτιάξει μία κούκλα με στοργή κι αγάπη που την ταξίδευε σε πόλεις και χωριά, σε
πλατείες και στενά δρομάκια, σε θέατρα μεγάλα και μικρά. Μια κούκλα θαυμαστή
που της έδινε και του έδινε ζωή. Όμως ήρθε μια μέρα φθινοπωρινή που η κούκλα
μαράζωσε.
Μπήκε σαράκι στο ξύλο της κι άρχισε να την τρώει. Ο κουκλοπαίκτης δεν μπορούσε
να τη φτιάξει, δεν ήξερε πώς, κι όπως την έβλεπε να αλλάζει, άλλαζε κι αυτός.
Κλείστηκε στο σπίτι του, σφάλισε πόρτες και παράθυρα, κλείδωσε κι αμπάρωσε. Δεν
μιλούσε σε κανέναν στο χωριό κι ούτε κανείς τον έβλεπε πια.
Μέχρι που κάποιος στο χωριό άκουσε τη σιωπή του, κάποιος είδε τα λουλούδια του
στις γλάστρες να μαραίνονται, κάποιος ένιωσε ένα δάκρυ του να κυλά. Γιατί οι
κουκλοπαίκτες, όπως μάθαμε, δεν μιλούν με τη φωνή μα με την καρδιά.
Κι έτσι ένας-ένας, χωρίς να πουν λέξη, μάζεψαν τα σύνεργά τους κι ήρθαν. Άλλος
έφερε το φάρμακο για την αρρώστια, άλλος το σφυρί, άλλος το καλέμι, άλλος τις
κλωστές και τα υφάσματα. Κι έτσι σιωπηλά έφτιαχνε ο καθένας κι από λίγο, ώσπου
ένα πρωί η πρώτη ακτίδα του ήλιου είδε την κούκλα όπως ήταν πρώτα. Τη σήκωσαν
όλοι μαζί στα χέρια και την απίθωσαν στα σκαλοπάτια του.
Κι αυτός ξύπνησε απ’ τον βαθύ του ύπνο, έδιωξε τα σκοτάδια, άνοιξε αργά την
πόρτα και την βρήκε εκεί να τον περιμένει. Όμορφη όπως τη θυμόταν. Με βλέμμα
καθαρό κοίταξε το χωριό, ένα-ένα τα σπίτια που απλώνονταν στο λόφο, κι ήξερε πως
μέσα σε κάθε σπίτι ένας φίλος, ένας αδερφός, μια αγάπη έβαλαν λίγη απ’ την ψυχή
τους στην κούκλα του.
Τους ευχαρίστησε όλους και βγήκε στο δρόμο να παίξει στον κόσμο την καινούρια
του παράσταση.
Πριν ενάμιση χρόνο διαγνώστηκα με λέμφωμα. Είχα ανάγκη από αίμα και
συντροφιά. Η αγκαλιά της Unima μού τα έδωσε και τα δύο. Έτσι μπορώ τώρα να
γράφω αυτόν τον χαιρετισμό για την οικογένειά μου, των κουκλοπαικτών, που χωρίς
αυτούς το σαράκι θ’ αποτελείωνε την κούκλα μου. Τους ευχαριστώ.
Αλέξης Παπαχατζής
Κουκλοπαίχτης , Κατασκευαστής κοσμημάτων