γράφει ο Άρης Αναγνωστόπουλος…
Η επιτύμβια επιγραφή του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα μακάριζε την καλοτυχία του ήρωα που, ενώ έζησε τρελός, βρήκε πεθαίνοντας τα λογικά του. Ο αφηγητής της Ιστορίας μιας Κάρας, που δεν είναι παρά το κρανίο ενός Ρώσου μηδενιστή, ανακαλύπτει και κείνος στο θάνατο μια αιχμηρή διαύγεια για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αντιλαμβάνεται πως οι άνθρωποι, στη συνομοταξία των οποίων ανήκε και κείνος μέχρι να τον θερίσει το εχθρικό βόλι, είναι στην πραγματικότητα άδεια κρανία, γεμάτα από ανοησίες και ιδεοληψίες. Τόσο ισχυρές είναι οι παραισθήσεις αυτές, που επιμένουν να αποδίδουν σε άψυχα λείψανα θαυματουργές δυνάμεις και να τα λατρεύουν ως πραγματικά ζωντανά όντα.
Ο Δον Κιχώτης όμως βρήκε την λογική του μπροστά στο φάσμα του επερχόμενου θανάτου, και τελεύτησε λογικός κατά τα ανθρώπινα, με κουτσουρεμένη την επιθυμία του, την τρέλα εκείνη που τον καθοδηγούσε και τον τύφλωνε απέναντι στην ανθρώπινη ανοησία. Οι πολλοί, ο λαουτζίκος, νικούν στο τέλος, φέρνοντας τον φτωχό ιππότη στα μέτρα τους. Η ισχύς του κειμένου του Λασκαράτου, αντίθετα, είναι πως παρασύρει τον αναγνώστη στην ιδιόμορφη τρέλα του. Μας κάνει να πιστέψουμε πως πράγματι το άψυχο εκείνο κρανίο είναι δυνατόν να μιλά με τη σοφία που του δίνει το κράτος του θανάτου. Ενα νεκρό αντικείμενο, νεκρό ακριβώς διότι στερήθηκε τη ζωτική δύναμη που του δίνει η τρέλα της ιδεοληψίας. Είναι εκείνη η τρέλα, μοιάζει να λέει ο Λασκαράτος, που μπαίνει εύκολα στα κούφια κρανία μας, αυτή που εν τέλει μας κάνει ανθρώπινους.
Ο Λασκαράτος θέλησε με την μικρή του ιστορία αυτή, που αποτελεί μέρος των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς, να κάνει μια κριτική στις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις που έκαναν τη θρησκεία μια δύναμη ελέγχου πάνω στους συνανθρώπους του. Θέλησε πάνω απ’ όλα να δείξει την πολιτική οικονομία που στηρίζει το εποικοδόμημα της πίστης, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο που κρύβεται στην καρδιά της λαϊκής θρησκευτικής πίστης του καιρού του.
Η τολμηρή αντικληρική χλεύη του Λασκαράτου ήταν εκείνη που του κόστισε τον αφορισμό και ίσως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τον θυμόμαστε σήμερα ως ένα από τους λίγους πραγματικά ριζοσπάστες στοχαστές που γέννησε ο τόπος. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή, αν και αληθής, δε μας βοηθά να αισθανθούμε όλα τα επίπεδα της ιστορίας της κάρας. Όπως κάθε πραγματική λογοτεχνία, έτσι και τούτη η ιστορία ξεφεύγει από τις προθέσεις του δημιουργού της και αποκτά πολλαπλά νοήματα που ίσως να ήταν άδηλα ακόμα και στον ίδιο.
Η Κάρα του Λασκαράτου είναι και κείνη ένα θαυματουργό αντικείμενο. Είναι ένα νεκρό κρανίο που μιλά, που αφηγείται, αποδεικνύοντας πως και τα αντικείμενα μιλάνε, πως και εκείνα μπορούν να δράσουν με τον τρόπο τους πάνω στα ανθρώπινα και να τους αλλάξουν μορφή και κατεύθυνση. Η πίστη στο άψυχο που συνεχίζει να ζει μετά θάνατον και να επηρεάζει τα ανθρώπινα, δεν φαίνεται να αντιτίθεται στην πίστη του Λασκαράτου σε μια «αγνή» θρησκεία, γυμνή από προκαταλήψεις. Φαίνεται να αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα του συγγραφέα απέναντι στην απόγνωση που θα δημιουργούσε η συνειδητοποίηση πως τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στον κόσμο τούτο, ή ακόμα και στον άλλο κόσμο, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα πέρα από αυτό που του δίνουμε εμείς οι ίδιοι. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση διατρέχει ολόκληρο το έργο και το αναδεικνύει σε τραγικό σκαρίφημα με θαυμαστή διαύγεια.
Ποια είναι η απάντηση που δίνει ο Λασκαράτος στο μηδενισμό στον οποίο αμετάκλητα οδηγεί η εποχή του, οι ιδέες του, το έργο του; Πέρα από τις διατυπωμένες απόψεις του, την ελπίδα του για μια αποκαθαρμένη λαϊκή θρησκεία, καταφεύγει χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, στο τελευταίο καταφύγιο του νοήματος, που είναι η αφήγηση. Πέρα από τις προθέσεις του λοιπόν, ο Λασκαράτος γράφει έναν ύμνο στην αφήγηση, ως το συνδετικό ιστό του νοήματος· ως κάτι ακόμα πιο θεμελιώδες, την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου. Χωρίς αφήγηση, δεν υπάρχει ανθρώπινη ιστορία. Χωρίς την εξιστόρηση, δεν υπάρχει άνθρωπος. Εν αρχή είναι ο λόγος.
Ποιά είναι η φωνή που μιλά μέσα από το κρανίο; Σε ποιό ασυνείδητο κοίτασμα ρίχνει για να αντλήσει το νόημα που μας μεταφέρει; Η αναγωγή του λόγου της κάρας σε ένα συλλογικό πραγματικό είναι εκείνο που της δίνει τη δύναμη των λόγων της. Ανάγει την αλληλουχία των λόγων στον υπέρτατο αφέντη, το θάνατο, ο οποίος σαν κολοφώνας νοηματοδοτεί τη σύντομη και απροσδιόριστη ύπαρξη του νεαρού μηδενιστή με μια αδυσώπητη α-λήθεια. Το άδειο κρανίο που αναδεικνύεται σε αφηγητή της ιστορίας, ανακαλύπτει ένα ιδιότυπο χιούμορ μετά θάνατον. Το ανακαλύπτει κοινωνώντας στην κοινή μοίρα, περιερχόμενο σε άψυχο πράγμα, όπως όλοι μας στο μέλλον. Αυτή ακριβώς η κοινότητα της μοίρας του επιτρέπει να βρει το σημείο εκείνο από το οποίο αντικειμενικά – δηλαδή ως άψυχο αντικείμενο – να καταγράψει τη ματαιότητα των ανθρώπινων.
Διαβάζοντας, ή ακούγοντας την ιστορία μιας κάρας, ένα αδιόρατο ρίγος μας διατρέχει. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως στη θέση του αφηγητή θα βρεθούμε μια μέρα και μείς, άδεια κρανία έτοιμα να γεμίσουν με κάθε λογής άχυρο. Αυτή η σκληρή και άφευκτη συνειδητοποίηση είναι και μια αναγνώριση της εγγύτητας με τον πλησίον, αυτόν που κάθεται δίπλα μας απόψε, κοιτάζοντας το μυστήριο αυτό της Κεφαλονιάς, που είναι και το μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης. Απέναντί του, ορθώνεται, μπροστά στα μάτια μας, η δύναμη του λόγου, της εξιστόρησης, να απλώσει ένα δίχτυ ασφαλείας πάνω από την οπή του μηδενός, να αναστηλώσει την πίστη στα ανθρώπινα. Αυτή η πίστη δεν μπορεί παρά να οδηγεί στον χαρμόλυπο εκείνο λυτρωτικό σπασμό του κοινού γέλιου. Ένα γέλιο που σας ευχόμαστε ολόψυχα να τρυπώσει απόψε στο κούφιο σας κρανίο.