ΜΙΑ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ ΜΟΛΙΣ 5.000 ΧΡΟΝΙΑ, της Λίζας Χρυσικοπούλου*.
(Αναδημοσίευση από το 23ο τεύχος του περιοδικού για το κουκλοθέατρο “Νήμα”, Ιούνιος 1998)
Ήταν ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο πρωινό . Ο ήλιος τρύπωνε με επιμονή από τις γρίλιες , αψηφώντας συστήματα συναγερμού και φωτισμού των μουσειακών χώρων , ενώ μια γλυκιά ζέστη άρχισε να γεμίζει την αίθουσα . Μέσα στο μισοσκόταδο , ένα λευκό πλασματάκι άνοιξε μισονυσταγμένο τα μάτια του και ξεσταύρωσε ανυπόμονα τα χέρια του για ένα μεγαλειώδες τέντωμα. Πριν καλά καλά χασμουρηθεί , έριξε μα πλάγια ματιά γύρω του , σα να φοβήθηκε που τόλμησε τέτοια πολυτέλεια, και ξανασταύρωσε τα χέρια , ακριβώς κάτω από το στήθος, το δεξί κάτω από το αριστερό , παίρνοντας την τόσο συνηθισμένη-απόμακρη έκφραση ενός κυκλαδικού ειδωλίου του λεγόμενου “κανονικού τύπου” . Ανάσανε βαθιά , αλλά διακριτικά, μέσα από εκείνη την υπέροχη μύτη που το χαρακτήριζε , και προσπάθησε να θυμηθεί τι μέρα ήταν . Μα ναι , βέβαια , ήταν Κυριακή , ημέρα που το Μουσείο είναι κλειστό. Άνοιξε τα υπέροχα αμυγδαλωτά του μάτια αλλά όλη η παρέα του κοιμόνταν ακόμα. Έξυσε το χαριτωμένο του αυτί, χαμήλωσε λίγο το λυρόσχημο κεφάλι του και έκανε κύκλους δεξιά αριστερά , γιατί αυτή η στάση προς τα πίσω τού δημιουργούσε κράμπες στον αυχένα , πάτησε τις πατούσες του στο δάπεδο (αμάν πια, όλη την ώρα στις μύτες , ούτε μπαλαρίνα του Μπολσόι να ήταν) και συνέχισε αργά αργά την πρωινή του γυμναστική. Μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμά του, έσκυψε στα μικρά βαζάκια (αρυβαλλάκια) που ήταν τοποθετημένα πλάι του κι άρχισε την ιεροτελεστία του βαψίματος: αζουρίτης στα μπράτσα , κόκκινη ώχρα στα μαλλιά, στα μάτια και στο στόμα. Ήταν πολύ κοκέτικο και ψιμυθιωνόταν με μεγάλη σοβαρότητα. Εκείνη την ώρα του πέρασε από το μυαλό η χτεσινή επίσκεψη ενός σπουδαίου αρχαιολόγου με τους φοιτητές του. Λίγο έλειψε να προδοθεί, καθώς τα γέλια του έφερναν δάκρυα στα μάτια, ενόσω ο καθηγητής ανέπτυσσε τη θεωρία του περί της εκθαμβωτικής λευκότητας των κυκλαδικών ειδωλίων , που συνδέεται με τον πουρισμό του πολιτισμού αυτού, μπλα μπλα μπλα…. Τι λένε οι άνθρωποι ώρες ώρες.
Ένα βαθύ χασμουρητό τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Η αγαπημένη του φιλενάδα, στην προθήκη ακριβώς απέναντί του , μόλις ξυπνούσε , και ήταν τόσο όμορφη , με την κοιλίτσα της τη φουσκωμένη, τα καλοφτιαγμένα στήθη της κι εκείνο το υπέροχο στόμα . Σιγά σιγά η αίθουσα άρχισε να παίρνει ζωή . Το ζευγαράκι από την Απείρανθο αντάλλαξαν τα πρωινά τους φιλιά, η γυναίκα βοήθησε τον άνδρα της να φορέσει τον τελαμώνα του και να φτιάξει τον κότσο του , που είχε χαλάσει από τον ύπνο . Βλέπετε, η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα. Καθώς το Μουσείο ήταν κλειστό , στηνόταν γλέντι τρικούβερτο. Να, ξύπνησε και ο λυράρης , κι άρχισε να κουρδίζει τη λύρα του , ενώ ο αυλητής καθάριζε τα επιστόμια της φλογέρας του . Τα κομμάτια των δύο ακροβατών συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της αίθουσας , και μόλις οι δύο καλλιτέχνες συναρμολογήθηκαν, άρχισαν τα κόλπα τους. Ο «εγείρων πρόποση», περνούσε απ’ όλους και τους κερνούσε από την -μοναδική άλλωστε- κούπα του . Όλοι ετοιμάζονταν για τη γιορτή.
Κι όμως, κάτι αλλιώτικο πλανιόταν εκείνη την ημέρα στην ατμόσφαιρα, ένας ηλεκτρισμός περίεργος . Μiα μεγάλη έξαψη τους είχε καταλάβει , σα να μη τους χωρούσαν οι τέσσερις τοίχοι . Η αίθουσα έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί. Και τότε, ο ένας από τους δίδυμους (ο άλλος είχε χαθεί κάπου στην ξενιτιά) , έριξε την ιδέα που θα άλλαζε το μέλλον τους. “Δεν αντέχω πια το τεχνητό φως έχω ανάγκη από τον ήλιο και τη θάλασσα . Εσείς;” Τα όργανα σίγησαν απότομα και το “ναι” που ακούστηκε έκανε τις προθήκες να τρίξουν . “Κι αν δοκιμάζαμε να το σκάσουμε;” Ένα ρίγος τους διαπέρασε όλους στην ιδέα της ελευθερίας, στη θύμησή της μάλλον . Η επιλογή του προορισμού ήταν εύκολη: θα πήγαιναν στο Δασκαλειό, στο παλιό τους ιερό . Εκεί αρχικά θα ήταν ήσυχοι , μέχρι τουλάχιστον ν΄ αρχίσουν οι συστηματικές ανασκαφές, που. απ’ ότι ακουγόταν , θ ‘αργούσαν γιατί το ελληνικό κράτος είχε ξεμείνει από λεφτά . Πως, όμως, θα έφταναν μέχρι εκεί; Πως θα έφευγαν από το Μουσείο;
Ευτυχώς, τόσα χρόνια εκεί, είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και μάζευαν πληροφορίες από τις συζητήσεις των επισκεπτών και των φρουρών. Έτσι, ένα πήγε στο τηλέφωνο και πήρε το 145 , “πληροφορίες απόπλου από τα λιμάνια Πειραιώς και Ραφήνας”, για να να μάθει τα δρομολόγια των πλοίων . Άλλα κατέβηκαν στο υπόγειο στην αίθουσα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων , όπου κάποια ξεχασμένα κουρελάκια θα χρησίμευαν στη μεταμφίεσή τους. Η υψηλή της παρέας ( ήταν τόσο ψηλή όσο και ένας άνθρωπος) αποσύνδεσε το συναγερμό , ενώ κάποιες άλλες ερευνούσαν κάποια πιθανή διέξοδο. Μόλις έγιναν όλα αυτά, είχε ήδη σουρουπώσει. Είχε έρθει η κρίσιμη στιγμή. Δε χρειάστηκαν πάνω από μερικά λεπτά για να γεμίσει ο δρόμος με πολύχρωμα “σκουπιδάκια” που κυλούσαν προς τη λεωφόρο. Μετά από καμία ώρα βρίσκονταν όλα τους ασφαλή στο πλοίο Ροδάνθη, με άμεσο προορισμό την Κέρο.
Την επόμενη μέρα, ένα γράμμα περίμενε το προσωπικό του Μουσείου, με συγνώμες αλλά κ ένα υπέροχο κείμενο περί ελευθερίας. Κατά σύμπτωση, εκείνη η Δευτέρα ήταν παραμονή της 25ης Μαρτίου. Μετά τον πρώτο πανικό το Μουσείο ξαναγέμισε τις προθήκες του, αυτή τη φορά με αντίγραφα, ενώ λίγο μακρύτερα, σε κάποιο ξεχασμένο νησί των Κυκλάδων, τα μικρά και τα μεγάλα μαρμάρινα ειδώλια χαίρονταν την ελευθερία τους , τον ήλιο και την θάλασσα.
*Η Λίζα Χρυσικοπούλου είναι αρχαιολόγος, εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Από το 2015 ανήκει στην συντροφιά του κουκλοθεάτρου Άριμα.